- πραυγελως
- πραΰγελωςπρᾱΰ-γελωςион. πρηΰγελως -ωτος adj. ласково улыбающийся Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πραύγελως — πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl πρᾱΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] … Dictionary of Greek
πρηύγελως — πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling adverbial (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom pl (ionic) πρηΰγελω̆ς , πραύγελως softly smiling masc/fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
πρηΰγελως — ὁ, ἡ, Α ιων. τ. βλ. πραΰγελως … Dictionary of Greek